- χειρόνως
- χειρόνως, Adv. of χείρων,A worse, for the worse, J.AJ17.9.5, Procop. Arc.6, Pall. in Hp.Fract.12.281 C., Suid. s.v. Ἄβελ.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χειρόνως — χείρων mcaner adverbial χειρόνως worse indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρόνως — ΜΑ επίρρ. βλ. χείρων … Dictionary of Greek
χείρων — Ένας από τους Κενταύρους της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας: ξεχώριζε από τους συντρόφους του, που παρουσιάζονταν άγριοι και σκληροί, με την εξαιρετική σοφία του. Κατά την αρχαία παράδοση, πολλοί ήρωες της αρχαιότητας, μεταξύ των οποίων και ο… … Dictionary of Greek